Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προστυπής
πρόστυπος
προστυπόω
προστύπωσις
προστύφω
προστυχής
προστῷον
προσυβρίζω
προσυγγίγνομαι
προσυγγράφομαι
προσύγκειμαι
προσυγχέω
προσυγχρίω
προσυζεύγνυμι
προσυλακτέω
προσυλάκτησις
προσυλλέγομαι
προσυλλογίζομαι
προσυλλογισμός
προσυλλογιστέον
πρόσυλος
View word page
προσύγκειμαι
to be arranged, agreed beforehand
ShortDef
to be arranged, agreed beforehand
Debugging
Headword:
προσύγκειμαι
Headword (normalized):
προσύγκειμαι
Headword (normalized/stripped):
προσυγκειμαι
IDX:
76334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76335
Key:
Data
{'content': 'to be arranged, agreed beforehand'}