Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόστυλος
πρόστυμμα
προστυπής
πρόστυπος
προστυπόω
προστύπωσις
προστύφω
προστυχής
προστῷον
προσυβρίζω
προσυγγίγνομαι
προσυγγράφομαι
προσύγκειμαι
προσυγχέω
προσυγχρίω
προσυζεύγνυμι
προσυλακτέω
προσυλάκτησις
προσυλλέγομαι
προσυλλογίζομαι
προσυλλογισμός
View word page
προσυγγίγνομαι
to speak with

ShortDef

to speak with

Debugging

Headword:
προσυγγίγνομαι
Headword (normalized):
προσυγγίγνομαι
Headword (normalized/stripped):
προσυγγιγνομαι
IDX:
76332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76333
Key:

Data

{'content': 'to speak with'}