Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προστροχαστής
πρόστροχος
προστρωννύω
προστυγχάνω
πρόστυλος
πρόστυμμα
προστυπής
πρόστυπος
προστυπόω
προστύπωσις
προστύφω
προστυχής
προστῷον
προσυβρίζω
προσυγγίγνομαι
προσυγγράφομαι
προσύγκειμαι
προσυγχέω
προσυγχρίω
προσυζεύγνυμι
προσυλακτέω
View word page
προστύφω
thicken beforehand

ShortDef

thicken beforehand

Debugging

Headword:
προστύφω
Headword (normalized):
προστύφω
Headword (normalized/stripped):
προστυφω
IDX:
76328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76329
Key:

Data

{'content': 'thicken beforehand'}