Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προστροπή
πρόστροπος
προστρουθίζω
προστροχάζω
προστροχαστής
πρόστροχος
προστρωννύω
προστυγχάνω
πρόστυλος
πρόστυμμα
προστυπής
πρόστυπος
προστυπόω
προστύπωσις
προστύφω
προστυχής
προστῷον
προσυβρίζω
προσυγγίγνομαι
προσυγγράφομαι
προσύγκειμαι
View word page
προστυπής
adherent

ShortDef

adherent

Debugging

Headword:
προστυπής
Headword (normalized):
προστυπής
Headword (normalized/stripped):
προστυπης
IDX:
76324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76325
Key:

Data

{'content': 'adherent'}