Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προστρόπαιος
προστροπή
πρόστροπος
προστρουθίζω
προστροχάζω
προστροχαστής
πρόστροχος
προστρωννύω
προστυγχάνω
πρόστυλος
πρόστυμμα
προστυπής
πρόστυπος
προστυπόω
προστύπωσις
προστύφω
προστυχής
προστῷον
προσυβρίζω
προσυγγίγνομαι
προσυγγράφομαι
View word page
πρόστυμμα
mordant
ShortDef
mordant
Debugging
Headword:
πρόστυμμα
Headword (normalized):
πρόστυμμα
Headword (normalized/stripped):
προστυμμα
IDX:
76323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76324
Key:
Data
{'content': 'mordant'}