Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προστρίβω
πρόστριμμα
πρόστριψις
προστρόπαιος
προστροπή
πρόστροπος
προστρουθίζω
προστροχάζω
προστροχαστής
πρόστροχος
προστρωννύω
προστυγχάνω
πρόστυλος
πρόστυμμα
προστυπής
πρόστυπος
προστυπόω
προστύπωσις
προστύφω
προστυχής
προστῷον
View word page
προστρωννύω
prosterno

ShortDef

prosterno

Debugging

Headword:
προστρωννύω
Headword (normalized):
προστρωννύω
Headword (normalized/stripped):
προστρωννυω
IDX:
76320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76321
Key:

Data

{'content': 'prosterno'}