Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προστρέχω
προστρίβω
πρόστριμμα
πρόστριψις
προστρόπαιος
προστροπή
πρόστροπος
προστρουθίζω
προστροχάζω
προστροχαστής
πρόστροχος
προστρωννύω
προστυγχάνω
πρόστυλος
πρόστυμμα
προστυπής
πρόστυπος
προστυπόω
προστύπωσις
προστύφω
προστυχής
View word page
πρόστροχος
round
ShortDef
round
Debugging
Headword:
πρόστροχος
Headword (normalized):
πρόστροχος
Headword (normalized/stripped):
προστροχος
IDX:
76319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76320
Key:
Data
{'content': 'round'}