Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προστρέπω
προστρέφω
προστρέχω
προστρίβω
πρόστριμμα
πρόστριψις
προστρόπαιος
προστροπή
πρόστροπος
προστρουθίζω
προστροχάζω
προστροχαστής
πρόστροχος
προστρωννύω
προστυγχάνω
πρόστυλος
πρόστυμμα
προστυπής
πρόστυπος
προστυπόω
προστύπωσις
View word page
προστροχάζω
run to
ShortDef
run to
Debugging
Headword:
προστροχάζω
Headword (normalized):
προστροχάζω
Headword (normalized/stripped):
προστροχαζω
IDX:
76317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76318
Key:
Data
{'content': 'run to'}