Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προστρεβλόω
προστρέπω
προστρέφω
προστρέχω
προστρίβω
πρόστριμμα
πρόστριψις
προστρόπαιος
προστροπή
πρόστροπος
προστρουθίζω
προστροχάζω
προστροχαστής
πρόστροχος
προστρωννύω
προστυγχάνω
πρόστυλος
πρόστυμμα
προστυπής
πρόστυπος
προστυπόω
View word page
προστρουθίζω
clean beforehand with

ShortDef

clean beforehand with

Debugging

Headword:
προστρουθίζω
Headword (normalized):
προστρουθίζω
Headword (normalized/stripped):
προστρουθιζω
IDX:
76316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76317
Key:

Data

{'content': 'clean beforehand with'}