Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προστραχηλίζω
προστρεβλόω
προστρέπω
προστρέφω
προστρέχω
προστρίβω
πρόστριμμα
πρόστριψις
προστρόπαιος
προστροπή
πρόστροπος
προστρουθίζω
προστροχάζω
προστροχαστής
πρόστροχος
προστρωννύω
προστυγχάνω
πρόστυλος
πρόστυμμα
προστυπής
πρόστυπος
View word page
πρόστροπος
a suppliant

ShortDef

a suppliant

Debugging

Headword:
πρόστροπος
Headword (normalized):
πρόστροπος
Headword (normalized/stripped):
προστροπος
IDX:
76315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76316
Key:

Data

{'content': 'a suppliant'}