Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προστρατηγέω
προστραχηλίζω
προστρεβλόω
προστρέπω
προστρέφω
προστρέχω
προστρίβω
πρόστριμμα
πρόστριψις
προστρόπαιος
προστροπή
πρόστροπος
προστρουθίζω
προστροχάζω
προστροχαστής
πρόστροχος
προστρωννύω
προστυγχάνω
πρόστυλος
πρόστυμμα
προστυπής
View word page
προστροπή
a turning oneself towards

ShortDef

a turning oneself towards

Debugging

Headword:
προστροπή
Headword (normalized):
προστροπή
Headword (normalized/stripped):
προστροπη
IDX:
76314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76315
Key:

Data

{'content': 'a turning oneself towards'}