Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προστομίς
πρόστομος
προστοχάζομαι
προστραγῳδέω
προστρατεύω
προστρατηγέω
προστραχηλίζω
προστρεβλόω
προστρέπω
προστρέφω
προστρέχω
προστρίβω
πρόστριμμα
πρόστριψις
προστρόπαιος
προστροπή
πρόστροπος
προστρουθίζω
προστροχάζω
προστροχαστής
πρόστροχος
View word page
προστρέχω
to run to
ShortDef
to run to
Debugging
Headword:
προστρέχω
Headword (normalized):
προστρέχω
Headword (normalized/stripped):
προστρεχω
IDX:
76309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76310
Key:
Data
{'content': 'to run to'}