Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνθολογέω
ἀνθολογία
ἀνθολογικά
ἀνθολόγιον
ἀνθολόγος
ἀνθομιλέω
ἀνθόμοιος
ἀνθομοιόω
ἀνθομολογέομαι
ἀνθομολόγησις
ἀνθονομέω
ἀνθονόμος
ἀνθοπλίζω
ἀνθόπλισις
ἀνθοπλίτης
ἀνθοπλοκία
ἀνθοπλόκος
ἀνθοπώλης
ἀνθορίζω
ἀνθορισμός
ἀνθορμέω
View word page
ἀνθονομέω
feed on flowers
ShortDef
feed on flowers
Debugging
Headword:
ἀνθονομέω
Headword (normalized):
ἀνθονομέω
Headword (normalized/stripped):
ανθονομεω
IDX:
7630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7631
Key:
Data
{'content': 'feed on flowers'}