Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προστόμιον
προστομίς
πρόστομος
προστοχάζομαι
προστραγῳδέω
προστρατεύω
προστρατηγέω
προστραχηλίζω
προστρεβλόω
προστρέπω
προστρέφω
προστρέχω
προστρίβω
πρόστριμμα
πρόστριψις
προστρόπαιος
προστροπή
πρόστροπος
προστρουθίζω
προστροχάζω
προστροχαστής
View word page
προστρέφω
to bring up in

ShortDef

to bring up in

Debugging

Headword:
προστρέφω
Headword (normalized):
προστρέφω
Headword (normalized/stripped):
προστρεφω
IDX:
76308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76309
Key:

Data

{'content': 'to bring up in'}