Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προστοιχειόω
προστόμιον
προστομίς
πρόστομος
προστοχάζομαι
προστραγῳδέω
προστρατεύω
προστρατηγέω
προστραχηλίζω
προστρεβλόω
προστρέπω
προστρέφω
προστρέχω
προστρίβω
πρόστριμμα
πρόστριψις
προστρόπαιος
προστροπή
πρόστροπος
προστρουθίζω
προστροχάζω
View word page
προστρέπω
to turn towards a god, to approach with prayer, supplicate
ShortDef
to turn towards a god, to approach with prayer, supplicate
Debugging
Headword:
προστρέπω
Headword (normalized):
προστρέπω
Headword (normalized/stripped):
προστρεπω
IDX:
76307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76308
Key:
Data
{'content': 'to turn towards a god, to approach with prayer, supplicate'}