Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προστίμημα
προστίμησις
πρόστιμον
προστιμωρέω
προστινάσσω
προστοιχειόω
προστόμιον
προστομίς
πρόστομος
προστοχάζομαι
προστραγῳδέω
προστρατεύω
προστρατηγέω
προστραχηλίζω
προστρεβλόω
προστρέπω
προστρέφω
προστρέχω
προστρίβω
πρόστριμμα
πρόστριψις
View word page
προστραγῳδέω
to exaggerate in tragic style

ShortDef

to exaggerate in tragic style

Debugging

Headword:
προστραγῳδέω
Headword (normalized):
προστραγῳδέω
Headword (normalized/stripped):
προστραγωδεω
IDX:
76302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76303
Key:

Data

{'content': 'to exaggerate in tragic style'}