Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προστίθημι
προστίκτω
προστιλάω
προστιμάω
προστίμημα
προστίμησις
πρόστιμον
προστιμωρέω
προστινάσσω
προστοιχειόω
προστόμιον
προστομίς
πρόστομος
προστοχάζομαι
προστραγῳδέω
προστρατεύω
προστρατηγέω
προστραχηλίζω
προστρεβλόω
προστρέπω
προστρέφω
View word page
προστόμιον
mouth

ShortDef

mouth

Debugging

Headword:
προστόμιον
Headword (normalized):
προστόμιον
Headword (normalized/stripped):
προστομιον
IDX:
76298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76299
Key:

Data

{'content': 'mouth'}