Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προστεφανόω
προστεχνάομαι
προστηθίδιον
προστηθίς
προστήκομαι
πρόστηξις
προστηρέω
προστίζιος
προστίθημι
προστίκτω
προστιλάω
προστιμάω
προστίμημα
προστίμησις
πρόστιμον
προστιμωρέω
προστινάσσω
προστοιχειόω
προστόμιον
προστομίς
πρόστομος
View word page
προστιλάω
to befoul with dung

ShortDef

to befoul with dung

Debugging

Headword:
προστιλάω
Headword (normalized):
προστιλάω
Headword (normalized/stripped):
προστιλαω
IDX:
76290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76291
Key:

Data

{'content': 'to befoul with dung'}