Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθόκροκος
ἀνθολκή
ἀνθολογέω
ἀνθολογία
ἀνθολογικά
ἀνθολόγιον
ἀνθολόγος
ἀνθομιλέω
ἀνθόμοιος
ἀνθομοιόω
ἀνθομολογέομαι
ἀνθομολόγησις
ἀνθονομέω
ἀνθονόμος
ἀνθοπλίζω
ἀνθόπλισις
ἀνθοπλίτης
ἀνθοπλοκία
ἀνθοπλόκος
ἀνθοπώλης
ἀνθορίζω
View word page
ἀνθομολογέομαι
to make a mutual agreement

ShortDef

to make a mutual agreement

Debugging

Headword:
ἀνθομολογέομαι
Headword (normalized):
ἀνθομολογέομαι
Headword (normalized/stripped):
ανθομολογεομαι
IDX:
7628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7629
Key:

Data

{'content': 'to make a mutual agreement'}