Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόστερνος
προστέρπω
προστεφανόω
προστεχνάομαι
προστηθίδιον
προστηθίς
προστήκομαι
πρόστηξις
προστηρέω
προστίζιος
προστίθημι
προστίκτω
προστιλάω
προστιμάω
προστίμημα
προστίμησις
πρόστιμον
προστιμωρέω
προστινάσσω
προστοιχειόω
προστόμιον
View word page
προστίθημι
to add, to apply, to close (a door); mid. to join (a group), take as an ally
ShortDef
to add, to apply, to close (a door); mid. to join (a group), take as an ally
Debugging
Headword:
προστίθημι
Headword (normalized):
προστίθημι
Headword (normalized/stripped):
προστιθημι
IDX:
76288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76289
Key:
Data
{'content': 'to add, to apply, to close (a door); mid. to join (a group), take as an ally'}