Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προστέλλω
προστέμνω
προστένω
προστερνίδιον
πρόστερνος
προστέρπω
προστεφανόω
προστεχνάομαι
προστηθίδιον
προστηθίς
προστήκομαι
πρόστηξις
προστηρέω
προστίζιος
προστίθημι
προστίκτω
προστιλάω
προστιμάω
προστίμημα
προστίμησις
πρόστιμον
View word page
προστήκομαι
to stick fast to, cling to
ShortDef
to stick fast to, cling to
Debugging
Headword:
προστήκομαι
Headword (normalized):
προστήκομαι
Headword (normalized/stripped):
προστηκομαι
IDX:
76284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76285
Key:
Data
{'content': 'to stick fast to, cling to'}