Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προστεκμαίρομαι
προστεκμαρτέος
προστεκταίνομαι
προστελέω
προστέλλω
προστέμνω
προστένω
προστερνίδιον
πρόστερνος
προστέρπω
προστεφανόω
προστεχνάομαι
προστηθίδιον
προστηθίς
προστήκομαι
πρόστηξις
προστηρέω
προστίζιος
προστίθημι
προστίκτω
προστιλάω
View word page
προστεφανόω
crown beforehand

ShortDef

crown beforehand

Debugging

Headword:
προστεφανόω
Headword (normalized):
προστεφανόω
Headword (normalized/stripped):
προστεφανοω
IDX:
76280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76281
Key:

Data

{'content': 'crown beforehand'}