Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προστειχίζω
προστεκμαίρομαι
προστεκμαρτέος
προστεκταίνομαι
προστελέω
προστέλλω
προστέμνω
προστένω
προστερνίδιον
πρόστερνος
προστέρπω
προστεφανόω
προστεχνάομαι
προστηθίδιον
προστηθίς
προστήκομαι
πρόστηξις
προστηρέω
προστίζιος
προστίθημι
προστίκτω
View word page
προστέρπω
to delight
ShortDef
to delight
Debugging
Headword:
προστέρπω
Headword (normalized):
προστέρπω
Headword (normalized/stripped):
προστερπω
IDX:
76279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76280
Key:
Data
{'content': 'to delight'}