Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόστεγον
προστειχίζω
προστεκμαίρομαι
προστεκμαρτέος
προστεκταίνομαι
προστελέω
προστέλλω
προστέμνω
προστένω
προστερνίδιον
πρόστερνος
προστέρπω
προστεφανόω
προστεχνάομαι
προστηθίδιον
προστηθίς
προστήκομαι
πρόστηξις
προστηρέω
προστίζιος
προστίθημι
View word page
πρόστερνος
before

ShortDef

before

Debugging

Headword:
πρόστερνος
Headword (normalized):
πρόστερνος
Headword (normalized/stripped):
προστερνος
IDX:
76278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76279
Key:

Data

{'content': 'before'}