Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προστεγνόω
πρόστεγον
προστειχίζω
προστεκμαίρομαι
προστεκμαρτέος
προστεκταίνομαι
προστελέω
προστέλλω
προστέμνω
προστένω
προστερνίδιον
πρόστερνος
προστέρπω
προστεφανόω
προστεχνάομαι
προστηθίδιον
προστηθίς
προστήκομαι
πρόστηξις
προστηρέω
προστίζιος
View word page
προστερνίδιον
a covering for the breast, of horses
ShortDef
a covering for the breast, of horses
Debugging
Headword:
προστερνίδιον
Headword (normalized):
προστερνίδιον
Headword (normalized/stripped):
προστερνιδιον
IDX:
76277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76278
Key:
Data
{'content': 'a covering for the breast, of horses'}