Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προστεγαστήρ
προστεγνόω
πρόστεγον
προστειχίζω
προστεκμαίρομαι
προστεκμαρτέος
προστεκταίνομαι
προστελέω
προστέλλω
προστέμνω
προστένω
προστερνίδιον
πρόστερνος
προστέρπω
προστεφανόω
προστεχνάομαι
προστηθίδιον
προστηθίς
προστήκομαι
πρόστηξις
προστηρέω
View word page
προστένω
to sigh
ShortDef
to sigh
Debugging
Headword:
προστένω
Headword (normalized):
προστένω
Headword (normalized/stripped):
προστενω
IDX:
76276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76277
Key:
Data
{'content': 'to sigh'}