Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προστέγασμα
προστεγαστήρ
προστεγνόω
πρόστεγον
προστειχίζω
προστεκμαίρομαι
προστεκμαρτέος
προστεκταίνομαι
προστελέω
προστέλλω
προστέμνω
προστένω
προστερνίδιον
πρόστερνος
προστέρπω
προστεφανόω
προστεχνάομαι
προστηθίδιον
προστηθίς
προστήκομαι
πρόστηξις
View word page
προστέμνω
cut also

ShortDef

cut also

Debugging

Headword:
προστέμνω
Headword (normalized):
προστέμνω
Headword (normalized/stripped):
προστεμνω
IDX:
76275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76276
Key:

Data

{'content': 'cut also'}