Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσταφιδόομαι
προστέγασμα
προστεγαστήρ
προστεγνόω
πρόστεγον
προστειχίζω
προστεκμαίρομαι
προστεκμαρτέος
προστεκταίνομαι
προστελέω
προστέλλω
προστέμνω
προστένω
προστερνίδιον
πρόστερνος
προστέρπω
προστεφανόω
προστεχνάομαι
προστηθίδιον
προστηθίς
προστήκομαι
View word page
προστέλλω
to guard

ShortDef

to guard

Debugging

Headword:
προστέλλω
Headword (normalized):
προστέλλω
Headword (normalized/stripped):
προστελλω
IDX:
76274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76275
Key:

Data

{'content': 'to guard'}