Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προστάτις
προσταυρόω
προσταφιδόομαι
προστέγασμα
προστεγαστήρ
προστεγνόω
πρόστεγον
προστειχίζω
προστεκμαίρομαι
προστεκμαρτέος
προστεκταίνομαι
προστελέω
προστέλλω
προστέμνω
προστένω
προστερνίδιον
πρόστερνος
προστέρπω
προστεφανόω
προστεχνάομαι
προστηθίδιον
View word page
προστεκταίνομαι
to add of oneself

ShortDef

to add of oneself

Debugging

Headword:
προστεκταίνομαι
Headword (normalized):
προστεκταίνομαι
Headword (normalized/stripped):
προστεκταινομαι
IDX:
76272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76273
Key:

Data

{'content': 'to add of oneself'}