Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προστατικός
προστάτις
προσταυρόω
προσταφιδόομαι
προστέγασμα
προστεγαστήρ
προστεγνόω
πρόστεγον
προστειχίζω
προστεκμαίρομαι
προστεκμαρτέος
προστεκταίνομαι
προστελέω
προστέλλω
προστέμνω
προστένω
προστερνίδιον
πρόστερνος
προστέρπω
προστεφανόω
προστεχνάομαι
View word page
προστεκμαρτέος
to be noticed besides

ShortDef

to be noticed besides

Debugging

Headword:
προστεκμαρτέος
Headword (normalized):
προστεκμαρτέος
Headword (normalized/stripped):
προστεκμαρτεος
IDX:
76271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76272
Key:

Data

{'content': 'to be noticed besides'}