Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προστατήριος
προστάτης
προστατικός
προστάτις
προσταυρόω
προσταφιδόομαι
προστέγασμα
προστεγαστήρ
προστεγνόω
πρόστεγον
προστειχίζω
προστεκμαίρομαι
προστεκμαρτέος
προστεκταίνομαι
προστελέω
προστέλλω
προστέμνω
προστένω
προστερνίδιον
πρόστερνος
προστέρπω
View word page
προστειχίζω
to add to a fortification, include in the city-wall
ShortDef
to add to a fortification, include in the city-wall
Debugging
Headword:
προστειχίζω
Headword (normalized):
προστειχίζω
Headword (normalized/stripped):
προστειχιζω
IDX:
76269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76270
Key:
Data
{'content': 'to add to a fortification, include in the city-wall'}