Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προστατεύω
προστατέω
προστατήριος
προστάτης
προστατικός
προστάτις
προσταυρόω
προσταφιδόομαι
προστέγασμα
προστεγαστήρ
προστεγνόω
πρόστεγον
προστειχίζω
προστεκμαίρομαι
προστεκμαρτέος
προστεκταίνομαι
προστελέω
προστέλλω
προστέμνω
προστένω
προστερνίδιον
View word page
προστεγνόω
stop up before

ShortDef

stop up before

Debugging

Headword:
προστεγνόω
Headword (normalized):
προστεγνόω
Headword (normalized/stripped):
προστεγνοω
IDX:
76267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76268
Key:

Data

{'content': 'stop up before'}