Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προστατεία
προστατευτικός
προστατεύω
προστατέω
προστατήριος
προστάτης
προστατικός
προστάτις
προσταυρόω
προσταφιδόομαι
προστέγασμα
προστεγαστήρ
προστεγνόω
πρόστεγον
προστειχίζω
προστεκμαίρομαι
προστεκμαρτέος
προστεκταίνομαι
προστελέω
προστέλλω
προστέμνω
View word page
προστέγασμα
projecting roof, penthouse

ShortDef

projecting roof, penthouse

Debugging

Headword:
προστέγασμα
Headword (normalized):
προστέγασμα
Headword (normalized/stripped):
προστεγασμα
IDX:
76265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76266
Key:

Data

{'content': 'projecting roof, penthouse'}