Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόστασις
προστάσσω
προστατεία
προστατευτικός
προστατεύω
προστατέω
προστατήριος
προστάτης
προστατικός
προστάτις
προσταυρόω
προσταφιδόομαι
προστέγασμα
προστεγαστήρ
προστεγνόω
πρόστεγον
προστειχίζω
προστεκμαίρομαι
προστεκμαρτέος
προστεκταίνομαι
προστελέω
View word page
προσταυρόω
to draw a stockade in front of
ShortDef
to draw a stockade in front of
Debugging
Headword:
προσταυρόω
Headword (normalized):
προσταυρόω
Headword (normalized/stripped):
προσταυροω
IDX:
76263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76264
Key:
Data
{'content': 'to draw a stockade in front of'}