Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προστάσιος
πρόστασις
προστάσσω
προστατεία
προστατευτικός
προστατεύω
προστατέω
προστατήριος
προστάτης
προστατικός
προστάτις
προσταυρόω
προσταφιδόομαι
προστέγασμα
προστεγαστήρ
προστεγνόω
πρόστεγον
προστειχίζω
προστεκμαίρομαι
προστεκμαρτέος
προστεκταίνομαι
View word page
προστάτις
champion, leader (fem. of προστάτης)

ShortDef

champion, leader (fem. of προστάτης)

Debugging

Headword:
προστάτις
Headword (normalized):
προστάτις
Headword (normalized/stripped):
προστατις
IDX:
76262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76263
Key:

Data

{'content': 'champion, leader (fem. of προστάτης)'}