Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προστασία
προστάσιος
πρόστασις
προστάσσω
προστατεία
προστατευτικός
προστατεύω
προστατέω
προστατήριος
προστάτης
προστατικός
προστάτις
προσταυρόω
προσταφιδόομαι
προστέγασμα
προστεγαστήρ
προστεγνόω
πρόστεγον
προστειχίζω
προστεκμαίρομαι
προστεκμαρτέος
View word page
προστατικός
of or for a προστάτης, leader; magnificent; ready to protect
ShortDef
of or for a προστάτης, leader; magnificent; ready to protect
Debugging
Headword:
προστατικός
Headword (normalized):
προστατικός
Headword (normalized/stripped):
προστατικος
IDX:
76261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76262
Key:
Data
{'content': 'of or for a προστάτης, leader; magnificent; ready to protect'}