Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσταράσσω
προσταργανόω
προστάς
προστασία
προστάσιος
πρόστασις
προστάσσω
προστατεία
προστατευτικός
προστατεύω
προστατέω
προστατήριος
προστάτης
προστατικός
προστάτις
προσταυρόω
προσταφιδόομαι
προστέγασμα
προστεγαστήρ
προστεγνόω
πρόστεγον
View word page
προστατέω
to stand before, be ruler over, domineer over
ShortDef
to stand before, be ruler over, domineer over
Debugging
Headword:
προστατέω
Headword (normalized):
προστατέω
Headword (normalized/stripped):
προστατεω
IDX:
76258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76259
Key:
Data
{'content': 'to stand before, be ruler over, domineer over'}