Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσταλαιπωρέω
πρόσταξις
προσταράσσω
προσταργανόω
προστάς
προστασία
προστάσιος
πρόστασις
προστάσσω
προστατεία
προστατευτικός
προστατεύω
προστατέω
προστατήριος
προστάτης
προστατικός
προστάτις
προσταυρόω
προσταφιδόομαι
προστέγασμα
προστεγαστήρ
View word page
προστατευτικός
of or for exercising authority
ShortDef
of or for exercising authority
Debugging
Headword:
προστατευτικός
Headword (normalized):
προστατευτικός
Headword (normalized/stripped):
προστατευτικος
IDX:
76256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76257
Key:
Data
{'content': 'of or for exercising authority'}