Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσσώρευσις
προσσωρεύω
πρόσταγμα
προστακτέον
προστακτέος
προστακτικός
προστακτός
προσταλαιπωρέω
πρόσταξις
προσταράσσω
προσταργανόω
προστάς
προστασία
προστάσιος
πρόστασις
προστάσσω
προστατεία
προστατευτικός
προστατεύω
προστατέω
προστατήριος
View word page
προσταργανόω
fasten to

ShortDef

fasten to

Debugging

Headword:
προσταργανόω
Headword (normalized):
προσταργανόω
Headword (normalized/stripped):
προσταργανοω
IDX:
76249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76250
Key:

Data

{'content': 'fasten to'}