Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνθοκάρηνος
ἀνθοκομέω
ἀνθοκόμος
ἀνθοκρατέω
ἀνθόκροκος
ἀνθολκή
ἀνθολογέω
ἀνθολογία
ἀνθολογικά
ἀνθολόγιον
ἀνθολόγος
ἀνθομιλέω
ἀνθόμοιος
ἀνθομοιόω
ἀνθομολογέομαι
ἀνθομολόγησις
ἀνθονομέω
ἀνθονόμος
ἀνθοπλίζω
ἀνθόπλισις
ἀνθοπλίτης
View word page
ἀνθολόγος
flower-gathering
ShortDef
flower-gathering
Debugging
Headword:
ἀνθολόγος
Headword (normalized):
ἀνθολόγος
Headword (normalized/stripped):
ανθολογος
IDX:
7624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7625
Key:
Data
{'content': 'flower-gathering'}