Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσσχεδιάζω
προσσχητέον
προσσώρευσις
προσσωρεύω
πρόσταγμα
προστακτέον
προστακτέος
προστακτικός
προστακτός
προσταλαιπωρέω
πρόσταξις
προσταράσσω
προσταργανόω
προστάς
προστασία
προστάσιος
πρόστασις
προστάσσω
προστατεία
προστατευτικός
προστατεύω
View word page
πρόσταξις
an ordaining, an ordinance, command

ShortDef

an ordaining, an ordinance, command

Debugging

Headword:
πρόσταξις
Headword (normalized):
πρόσταξις
Headword (normalized/stripped):
προσταξις
IDX:
76247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76248
Key:

Data

{'content': 'an ordaining, an ordinance, command'}