Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσσφραγίζω
προσσχεδιάζω
προσσχητέον
προσσώρευσις
προσσωρεύω
πρόσταγμα
προστακτέον
προστακτέος
προστακτικός
προστακτός
προσταλαιπωρέω
πρόσταξις
προσταράσσω
προσταργανόω
προστάς
προστασία
προστάσιος
πρόστασις
προστάσσω
προστατεία
προστατευτικός
View word page
προσταλαιπωρέω
to persist
ShortDef
to persist
Debugging
Headword:
προσταλαιπωρέω
Headword (normalized):
προσταλαιπωρέω
Headword (normalized/stripped):
προσταλαιπωρεω
IDX:
76246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76247
Key:
Data
{'content': 'to persist'}