Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσσυρίζω
προσσύρω
προσσφάζω
προσσφίγγω
προσσφραγίζω
προσσχεδιάζω
προσσχητέον
προσσώρευσις
προσσωρεύω
πρόσταγμα
προστακτέον
προστακτέος
προστακτικός
προστακτός
προσταλαιπωρέω
πρόσταξις
προσταράσσω
προσταργανόω
προστάς
προστασία
προστάσιος
View word page
προστακτέον
one must order

ShortDef

one must order

Debugging

Headword:
προστακτέον
Headword (normalized):
προστακτέον
Headword (normalized/stripped):
προστακτεον
IDX:
76242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76243
Key:

Data

{'content': 'one must order'}