Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσσυντίθεμαι
προσσυρίζω
προσσύρω
προσσφάζω
προσσφίγγω
προσσφραγίζω
προσσχεδιάζω
προσσχητέον
προσσώρευσις
προσσωρεύω
πρόσταγμα
προστακτέον
προστακτέος
προστακτικός
προστακτός
προσταλαιπωρέω
πρόσταξις
προσταράσσω
προσταργανόω
προστάς
προστασία
View word page
πρόσταγμα
an ordinance, command

ShortDef

an ordinance, command

Debugging

Headword:
πρόσταγμα
Headword (normalized):
πρόσταγμα
Headword (normalized/stripped):
προσταγμα
IDX:
76241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76242
Key:

Data

{'content': 'an ordinance, command'}