Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσσυντελέω
προσσυντίθεμαι
προσσυρίζω
προσσύρω
προσσφάζω
προσσφίγγω
προσσφραγίζω
προσσχεδιάζω
προσσχητέον
προσσώρευσις
προσσωρεύω
πρόσταγμα
προστακτέον
προστακτέος
προστακτικός
προστακτός
προσταλαιπωρέω
πρόσταξις
προσταράσσω
προσταργανόω
προστάς
View word page
προσσωρεύω
to store up besides

ShortDef

to store up besides

Debugging

Headword:
προσσωρεύω
Headword (normalized):
προσσωρεύω
Headword (normalized/stripped):
προσσωρευω
IDX:
76240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76241
Key:

Data

{'content': 'to store up besides'}