Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσσυνοικίζω
προσσυντελέω
προσσυντίθεμαι
προσσυρίζω
προσσύρω
προσσφάζω
προσσφίγγω
προσσφραγίζω
προσσχεδιάζω
προσσχητέον
προσσώρευσις
προσσωρεύω
πρόσταγμα
προστακτέον
προστακτέος
προστακτικός
προστακτός
προσταλαιπωρέω
πρόσταξις
προσταράσσω
προσταργανόω
View word page
προσσώρευσις
piling up

ShortDef

piling up

Debugging

Headword:
προσσώρευσις
Headword (normalized):
προσσώρευσις
Headword (normalized/stripped):
προσσωρευσις
IDX:
76239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76240
Key:

Data

{'content': 'piling up'}