Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσσυνοικέω
προσσυνοικίζω
προσσυντελέω
προσσυντίθεμαι
προσσυρίζω
προσσύρω
προσσφάζω
προσσφίγγω
προσσφραγίζω
προσσχεδιάζω
προσσχητέον
προσσώρευσις
προσσωρεύω
πρόσταγμα
προστακτέον
προστακτέος
προστακτικός
προστακτός
προσταλαιπωρέω
πρόσταξις
προσταράσσω
View word page
προσσχητέον
one must attend

ShortDef

one must attend

Debugging

Headword:
προσσχητέον
Headword (normalized):
προσσχητέον
Headword (normalized/stripped):
προσσχητεον
IDX:
76238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76239
Key:

Data

{'content': 'one must attend'}