Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσσυνίημι
προσσυνίστημι
προσσυνοικέω
προσσυνοικίζω
προσσυντελέω
προσσυντίθεμαι
προσσυρίζω
προσσύρω
προσσφάζω
προσσφίγγω
προσσφραγίζω
προσσχεδιάζω
προσσχητέον
προσσώρευσις
προσσωρεύω
πρόσταγμα
προστακτέον
προστακτέος
προστακτικός
προστακτός
προσταλαιπωρέω
View word page
προσσφραγίζω
seal as well

ShortDef

seal as well

Debugging

Headword:
προσσφραγίζω
Headword (normalized):
προσσφραγίζω
Headword (normalized/stripped):
προσσφραγιζω
IDX:
76236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76237
Key:

Data

{'content': 'seal as well'}