Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσσυνθερμαίνω
προσσυνίημι
προσσυνίστημι
προσσυνοικέω
προσσυνοικίζω
προσσυντελέω
προσσυντίθεμαι
προσσυρίζω
προσσύρω
προσσφάζω
προσσφίγγω
προσσφραγίζω
προσσχεδιάζω
προσσχητέον
προσσώρευσις
προσσωρεύω
πρόσταγμα
προστακτέον
προστακτέος
προστακτικός
προστακτός
View word page
προσσφίγγω
bind tightly
ShortDef
bind tightly
Debugging
Headword:
προσσφίγγω
Headword (normalized):
προσσφίγγω
Headword (normalized/stripped):
προσσφιγγω
IDX:
76235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76236
Key:
Data
{'content': 'bind tightly'}