Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσσυνεργέω
προσσυνθερμαίνω
προσσυνίημι
προσσυνίστημι
προσσυνοικέω
προσσυνοικίζω
προσσυντελέω
προσσυντίθεμαι
προσσυρίζω
προσσύρω
προσσφάζω
προσσφίγγω
προσσφραγίζω
προσσχεδιάζω
προσσχητέον
προσσώρευσις
προσσωρεύω
πρόσταγμα
προστακτέον
προστακτέος
προστακτικός
View word page
προσσφάζω
to slay at
ShortDef
to slay at
Debugging
Headword:
προσσφάζω
Headword (normalized):
προσσφάζω
Headword (normalized/stripped):
προσσφαζω
IDX:
76234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76235
Key:
Data
{'content': 'to slay at'}